απροπαράσκευος

απροπαράσκευος
önceden hazırlanmayan

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απροπαράσκευος — απροπαράσκευος, η, ο και απροπαρασκεύαστος, η, ο επίρρ. α αυτός που δεν προπαρασκευάστηκε, δεν προετοιμάστηκε, ο απροετοίμαστος: Τις περισσότερες φορές πήγαινε στο σχολείο απροπαρασκεύαστος στα μαθήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απροπαράσκευος — η, ο (Μ ἀπροπαράσκευος, ον) ο απροπαρασκεύαστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”